ιστιορραφος

ιστιορραφος
    ἱστιορράφος
    ἱστιο-ρράφος
    (ᾰ) ὅ досл. парусный мастер, парусник, ирон. мошенник Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ιστιορραφος" в других словарях:

  • ιστιορράφος — ἱστιορράφος και ἱστιαρράφος, ὁ (Α) 1. αυτός που ράβει ή επισκευάζει ιστία 2. δολοπλόκος, μηχανορράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. μηχανο ρράφος, νευρο ρράφος] …   Dictionary of Greek

  • ἱστιορράφος — sailpatcher masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστιορραφώ — έω [ιστιορράφος] ναυτ. ράβω πανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστιορράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • ιστίο — το (ΑΜ ἱστίον) (υποκορ. τού ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τόν μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη τού σκάφους, πανί τού καραβιού, άρμενο αρχ. ύφασμα, κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ.… …   Dictionary of Greek

  • ιστιαρράφος — ἱστιαρράφος, ὁ (Α) βλ. ιστιορράφος …   Dictionary of Greek

  • ιστιορράφιον — ἱστιορράφιον, τὸ (Α) [ιστιορράφος] εργαστήριο ραφής ή επισκευής ιστίων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»